οὔλως

οὔλως
οὔ̱λως , ὅλοξ
adverbial (ionic)
οὔ̱λως , ὅλοξ
masc acc pl (doric ionic)
οὔλως
whole
indeclform (adverb)
οὔ̱λως , οὖλος 1
whole
adverbial
οὔ̱λως , οὖλος 1
whole
masc acc pl (doric)
οὔ̱λως , οὖλος 2
woolly
adverbial
οὔ̱λως , οὖλος 2
woolly
masc acc pl (doric)
οὔ̱λως , οὖλος 3
destructive
adverbial
οὔ̱λως , οὖλος 3
destructive
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ούλως — οὔλως (Α) (επίρρ. αντί ὅλως) βλ. όλος …   Dictionary of Greek

  • όλος — και ούλος, η, ο (ΑΜ ὅλος, η, ον, Α ιων. τ. οὖλος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει στο σύνολό του, σύμπας, ολόκληρος, ακέραιος (α. «όλη την ημέρα δούλευα» β. «ὕπαρχος ἄλλων δεῡρ ἔπλευσας, οὐχ ὅλων στρατηγός», Σοφ.) 2. πλήρης, ακέραιος, ατόφιος, («ὅλος …   Dictionary of Greek

  • όλως — (ΑΜ όλως, Α ιων. τ. οὔλως) επίρρ. βλ. όλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”